- πνευματωδῶν
- πνευματώδηςlike windmasc/fem/neut gen pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Δαμβέργης, Ιωάννης — (Ηράκλειο Κρήτης 1862 – Αθήνα 1938). Λογοτέχνης και δημοσιογράφος. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, αλλά μετά την αποφοίτησή του ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία. Διετέλεσε διευθυντής του περιοδικού Εβδομάς και, για ένα διάστημα, της… … Dictionary of Greek
Κερνς, Τζον Έλιοτ — (John Elliot Cairnes, Κασλ Μπέλινγκαμ, Ιρλανδία 1823 – Μπλάκχιτ, Λονδίνο 1875). Ιρλανδός οικονομολόγος. Άνθρωπος με ευρεία παιδεία, σπούδασε νομικά και κατόπιν έστρεψε το ενδιαφέρον του στις οικονομικές μελέτες. Κατέλαβε την πρώτη έδρα πολιτικής… … Dictionary of Greek
Μπρίγκελ, Πίτερ — (Pieter Bruegel, Μπρέντα 1526 ή 1531 Βρυξέλλες 1569). Αποκαλείται πρεσβύτερος, για να διακρίνεται από έναν από τους γιους του, δευτερεύοντα ζωγράφο. Θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους ζωγράφους όλων των εποχών. Νεώτατος μαθήτευσε στις Βρυξέλλες … Dictionary of Greek